θάτερ'

θάτερ'
ἕτερα , ἕτερος
D Mort.
neut nom/voc/acc pl
ἕτερε , ἕτερος
D Mort.
masc voc sg
ἕτεραι , ἕτερος
D Mort.
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επικυδής — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ο Ευφημίδου (τέλη 6ου αι. π.Χ.). Αθηναίος δημαγωγός, σύγχρονος του Θεμιστοκλή. Ο Πλούταρχος (Βίος Θεμιστοκλέους VI, 20 30) τον θεωρεί δειλό και φιλόδοξο. 2. Καρχηδόνιος στρατηγός (τέλη 3ου αι. π.Χ.). Ο πατέρας του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”